εκατοστίζω

εκατοστίζω
και κατοστίζω
1. αυξάνω ή αποκτώ ποσότητα μονάδων μέχρι τον αριθμό εκατό
2. φθάνω μέχρι το εκατοστό έτος τής ηλικίας
3. φρ. «να τά κατοστίσεις (ενν. τα χρόνια σου)» — να γίνεις εκατό χρονών, να κατοχρονίσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκατοστίζω — (εκατοστίζω) βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εκατοστίζω : χρησιμοποιείται ο αόριστος σε ευχές όπως: να τα εκατοστίσεις → να ζήσεις εκατό χρόνια …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκατοστίζω — ισα, μτβ. 1. αυξάνω μια ποσότητα μονάδων ως τον αριθμό εκατό: Ο παππούς κοντεύει να τα εκατοστίσει τ αγγόνια του. 2. φτάνω ως και το εκατοστό έτος της ηλικίας μου: Να τα εκατοστίσεις (ενν. τα χρόνια σου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”